αναγκαιώ

αναγκαιώ
(ο) αμετ. быть нужным, необходимым;

αγόρασα ό, τι μού αναγκαιοί — я купил всё, что мне нужно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναγκαιώ" в других словарях:

  • αναγκαιώ — ( όω) [αναγκαίος] 1. είμαι αναγκαίος, απαραίτητος, χρειάζομαι 2. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα αναγκαιούντα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή, τα χρειώδη …   Dictionary of Greek

  • ἀναγκαίῳ — ἀναγκαί̱ῳ , ἀναγκαῖον place of constraint neut dat sg ἀναγκαί̱ῳ , ἀναγκαῖος of masc/neut dat sg ἀναγκαί̱ῳ , ἀναγκαῖος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»